- ἀκαμαντομάχαι
- ἀ-καμαντο-μάχαι, unermüdlich im Kampfe
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἀκαμαντομάχαι — ἀκαμαντομάχης masc nom/voc pl ἀκαμαντομάχᾱͅ , ἀκαμαντομάχης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακαμαντομάχας — ἀκαμαντομάχας και ἀκαμαντομάχης, ο (Α) ο ακάματος, ακούραστος στη μάχη «ἀκαμαντομάχαι Ζηνὸς υἱοὶ» (Πινδ. Πυθ. 4, 171). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκάμας αντος + μάχας < μάχη] … Dictionary of Greek